- ομφήεις
- ὀμφήεις, -εσσα, -εν (ΑΜ)αυτός που αφήνει φωνή η οποία προλέγει το μέλλον, μαντικός, προφητικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφή (Ι) «φωνή θεού» + κατάλ. -ήεις (πρβλ. ομιχλ-ήεις, τολμ-ήεις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀμφήεντα — ὀμφήεις oracular neut nom/voc/acc pl ὀμφήεις oracular masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφήεντι — ὀμφήεις oracular masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφήεντος — ὀμφήεις oracular masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφήεσσα — ὀμφήεις oracular fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)